- κακοχρονιά
- η тяжёлый год
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοχρονιά — η κακή χρονιά, έτος δυστυχίας, στερήσεων, συμφορών, κακά χρόνια … Dictionary of Greek
κακοχρονιάζω — [κακοχρονιά] περνώ κακή χρονιά, περνώ άσχημα, δύσκολα τη χρονιά … Dictionary of Greek